κωλυτήριος

κωλυτήριος
κωλυτήριος
preventive
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το …   Dictionary of Greek

  • κωλυτηρίων — κωλυτήριον preventive neut gen pl κωλυτήριος preventive fem gen pl κωλυτήριος preventive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτήριον — preventive neut nom/voc/acc sg κωλυτήριος preventive masc acc sg κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτηρίοις — κωλυτήριον preventive neut dat pl κωλυτήριος preventive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωλυτήρια — κωλυτήριον preventive neut nom/voc/acc pl κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”